Το Αναγνωστικό της Γαλιλαίας
Πληκτρολογήστε και πατήστε enter

Ὁ Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, διαβάζει τέσσερα ποιήματα

Ὁ Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, διαβάζει τέσσερα ποιήματα τοῦ κυρ Ἀλέξανδρου.
Ἐπετειακή ἀνάγνωση τεσσάρων ποιημάτων τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη γιά τήν ἡμέρα τῆς Παναγίας, ἀπό τήν κριτική ἔκδοση τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ἐκδόσεις, Δόμος.

«Στόν Πρόδρομον τοῦ Κάστρου», «Στήν Παναγία τοῦ Ντομάν»,
«Στήν Παναγίτσα στό Πυργί», «Στόν Χριστό τοῦ Κάστρου»

Ο Γιώργος Χαβουτσάς για το Νίκο Α, Παναγιωτόπουλο

φωτογραφία: Bernard Steffin

Αποδεχόμενος εν μέσω ενός διαλείποντος μελτεμιού την άκρως τιμητική πρόσκληση της Όλιας Λαζαρίδου και της Αμαλίας Μουτούση να γράψω δυο λόγια για τον ποιητή Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, με αφορμή την πρόσφατη ανάγνωση από τον δημιουργό του “Σύσσημου” τεσσάρων ποιημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ήρθαν  αυθορμήτως στο νου μου τα σχόλια του Στέφαν Τσβάιχ για τον Ντοστογιέφσκι: «Το εύρος και η δύναμη της προσωπικότητάς του ξεπερνούν κάθε σύγχρονη μέθοδο αξιολόγησης. Σε σχέση με τον συγκεκριμένο συγγραφέα, δεν διαθέτουμε καμία ανάλογη μονάδα σύγκρισης». Το ίδιο ακριβώς πιστεύω ότι ισχύει, για πάμπολλους λόγους, και για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Μα τότε, με τί θάρρος και πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος γι΄αυτόν; Και σε ό,τι με αφορά, πώς θα μπορέσω, εγώ ο ελάχιστος, να αρθρώσω με τη σειρά μου δυο λέξεις για τη ζωή και το έργο του; Μου δίνουν άραγε αυτό το δικαίωμα ή τη δυνατότητα οι θρυλικές Πέμπτες που είχα την τύχη να βρεθώ ομοτράπεζός του, όπως και της υπόλοιπης, ανεπανάληπτης παρέας, στην ίδια πάντα φυλαγμένη για τη συντροφιά μας γωνιά, στην ταβέρνα του Οικονόμου; Σίγουρα όχι. Προσπαθώντας λοιπόν να τιθασεύσω το τρεμάμενο χέρι μου μπροστά στη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, και με την επίγνωση ότι δεν διαθέτω, δυστυχώς, ούτε στο ελάχιστο κριτική ή αναλυτική ικανότητα, σκέφτομαι πως καλύτερα θά’ ταν να επιστρατεύσω όση αφέλεια έχει απομείνει μέσα μου, ν’ ανέβω “στων παιδιών το σύννεφο” και να μιλήσω για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο αποκλειστικά από καρδιάς.

 ***

Πρωτογνώρισα το έργο του εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, κατά τη διάρκεια των εξίσου θρυλικών παραδόσεων του Γιώργου Χειμωνά, ως επισκέπτη καθηγητή, στην περίφημη αίθουσα 102 της Παντείου. Ο Χειμωνάς είχε τη συνήθεια να εδράζει όλες τις παραδόσεις του εκείνης της περιόδου, που σχετίζονταν με τη δημιουργική γραφή, αποκλειστικά στα λογοτεχνικά του κείμενα. Ήταν τότε ακριβώς που άκουσα αυτό το τόσο σημαίνον απόσπασμα στίχων του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που ο Χειμωνάς είχε ενσωματώσει στον “Εχθρό του ποιητή”:

ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας

και είμαι φτιαγμένος για τη διασκέδαση

η φύση με βάρυνε με την μοίρα

να σκέφτομαι δραματικά

να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω

και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου

στην ανάγκη και μόνον αυτό

κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο

και μοναχά αυτές οι μαύρες σκέψεις

κάνουν αυτήν την τάξη που ανήκω

αθάνατη

Είχα αναρωτηθεί τότε: “Μα ποιος είναι αυτός ο Νίκος Παναγιωτόπουλος”; “Και τί τιμή, αλήθεια, γι’ αυτόν να έχει ενσωματώσει στίχους του ο Χειμωνάς σε δικό του κείμενο”! “Μα και οι ίδιοι οι στίχοι, πόσο όμορφοι”!Ας μου επιτραπεί να πω κάπως αγοραία και καθ’ υπερβολήν ότι “είναι τόσο Νίκος αυτό το απόσπασμα”, που και μόνο αυτό να είχε σωθεί από το υπόλοιπο έργο του θα αρκούσε για να μας δώσει πλήρη στοιχεία σε σχέση με την προσωπικότητα, τη ζωή και την ποίησή του. Επαναλαμβάνω ότι μιλώ καθ΄ υπερβολήν και εμφατικά, γιατί πώς αλήθεια θα μπορούσε να αποτιμηθεί και να εκτιμηθεί ένα έπος όπως το “Σύσσημον”, ένα έπος “με κυριότερο γνώρισμα τη δυσκολία του να υπάρξει”, ένα έπος “πιο παρελθούσης χρήσεως και από την ίδια την ποίηση στις μέρες μας”, μια γραφή “ιδιόρρρυθμη”, “αταξινόμητη”, “ιδιόφωνη”, με τη βοήθεια λίγων μόνο στίχων;

***

Το κουβαράκι της γνωριμίας μου με τη ζωή και το έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου συνέχισε να ξετυλίγεται με τη βοήθεια ενός κοινού μας φίλου, του Βασίλη Λαδιά, ο οποίος μου παρέδωσε στις αρχές Νοεμβρίου του 2000 μία από τις μη προοριζόμενες για το εμπόριο αυτοεκδόσεις του “Σύσσημου”, τα Κεφάλαια Λ-ΛΓ’ (1999), με την χαρακτηριστική αφιέρωση “Αντιχάρισμα για τη θέση της Πούλιας”. Το συγκεκριμένο αντιχάρισμα σχετίζεται με το άρθρο μου “Δέδυκε μεν α σελάννα”, που είχε δημοσιευθεί εκείνη την εποχή, κατόπιν προτροπής του Ζήσιμου Λορεντζάτου και του Σταύρου Ζουμπουλάκη, στη “Νέα Εστία”. Το άρθρο αυτό ήταν μια προσπάθεια (περιπετειώδης, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων) για τον καθορισμό της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το διάσημο τετράστιχο 168 Β της Σαπφώς, με χρήση αστρονομικών δεδομένων που προέκυπταν από το ίδιο το ποίημα. Αναφέρομαι στο συγκεκριμένο περιστατικό όχι φυσικά για να περιαυτολογήσω, αλλά για να καταδείξω το τεράστιο ενδιαφέρον που εξεδήλωνε ανέκαθεν ο Νίκος, ως αληθινός ποιητής, για τη Φύση και τα ουράνια φαινόμενα. Ξαναθυμόμαστε εδώ τον Τσβάιχ, τα λόγια του για τον Ντοστογιέφσκι: “Άξαφνα ανακαλύπτεις το άπειρο, έναν κόσμο με κινούμενα άστρα, που οι σφαίρες τους αναδίνουν μια παράξενη αρμονία”.

***

Τη συνοπτική και ακριβή απόδοση του χαρακτήρα, της ζωής και του έργου του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου δεν τη βρήκα μόνο, θαρρώ,  στο προαναφερόμενο απόσπασμα των στίχων του που ενσωματώθηκαν στο λογοτεχνικό έργο του Γ. Χειμωνά, αλλά και σ’ ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη, στο οποίο ο Κρητικός συγγραφέας έγραφε το 1915: “Ενίκησα και λίγνεψα σαν τον Ηρακλή, που είδε τον Άδη κι ανέβηκε στο φως συλλογισμένος”. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος όχι μόνο λίγνεψε αλλά, κυρίως, ως γνήσιος δισθανής, νίκησε, διότι προέβη σε μια εθελουσία κάθοδο στον Άδη ανασηκώνοντας για λίγο, για χάρη όλων μας, το πέπλο του αφανούς, παραδίδοντάς μας δια της κιβωτού των λέξεων που είχε τη σοφία να αποθησαυρίσει (δίχως να υποπέσει στο παράπτωμα της λεξιθηρίας, καθώς ακόμα και ένα απλό “και” που χρησιμοποιεί ο Νίκος στους στίχους του είναι προϊόν ενσάρκωσης) το ψυχανέμισμα μιας άλλης τάξης κόσμου, σίγουρα την “πρωτεύουσα ευφυΐα που υπερέχει των τεχνών και των επιστημών”, ίσως ακόμα και το πεδίο εκείνο που ο Χειμωνάς αποκαλούσε “υπέρτατο μη νοητό”. Το λέει άλλωστε και ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος: “Ούτως ή άλλως υπάρχουν γυρίσματα των καιρών όπου το εκφράζεσθαι αποτελεί εθελουσία είσοδο στον Άδη”. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι ο πρώτος θάνατος που αναλογεί στους δισθανείς είναι το μερίδιο θανάτου που αναλογεί και σε όλους εμάς, η αναπότρεπτη θανή μας, η πιο βέβαιη μοίρα μας, θεωρώ ότι ο δεύτερος θάνατός τους, ο πιο σημαντικός, αυτός που τους χαρακτηρίζει τελικά, δεν είναι δυνατόν ούτε είναι εύκολο να σχετιστεί με τον καθένα μας, διότι πρέπει να είναι κανείς χαλκέντερος για να  αποτολμήσει μια τέτοιας τάξης εθελούσια κάθοδο προς τα έσχατα. Ο Νίκος, “φίλος του βραχώδους και του απρόσιτου ημινομάδας”, κίνησε ολομόναχος γι’ αυτό το ταξίδι, όπως ολομόναχος κίνησε κάποτε για τη νήσο Σαχαλίνη ο Τσέχωφ, αποτολμώντας ένα επικίνδυνο ταξίδι που γνώριζε ότι θέτει σίγουρα σε δοκιμασία όχι μόνο την επισφαλή υγεία του αλλά και την ίδια του τη ζωή. Δεν γνωρίζω λοιπόν ώς ποιο βαθμό οι αποκαμωμένοι από τις ιδιαιτερότητες της εποχής μας ώμοι όλων ημών, των κοινών θνητών, μπορούν να αντέξουν το βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Εξ ου και η γενικότερη δυσκολία αποδοχής και κατανόησης του έργου του Παναγιωτόπουλου, διότι οι καιροί είναι χαλεποί και οι ζωές μας χαμερπείς και ολίγιστες. Από εκεί νομίζω πως πηγάζει και η ανεπάρκεια μιας μερίδας της κριτικής, που έψεξε στην ουσία το έργο του, σε σχέση κυρίως με το αν και με τί τρόπο δύναται τούτο να ανήκει στον λογοτεχνικό κανόνα, και δη τον ελληνικό. Πιστεύω ότι οι συγκεκριμένες κριτικές απόπειρες, μολονότι καλόπιστες και καλοπροαίρετες, στερούνται νοήματος και ακυρώνονται από μόνες τους, διότι η αποτίμηση του έργου του Νίκου Παναγιωτόπουλου (και τούτο είναι η ευχή και η κατάρα του “Σύσσημου”) δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογοτεχνικά κριτήρια ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά με λογοτεχνικά κριτήρια. Για να συνομιλήσουμε με το έπος του “Σύσσημου” θα πρέπει να πορευθούμε στους χώρους της μεταφυσικής και της θρησκευτικότητας, πετώντας ως έρμα όλες τις θεωρητικές σκευές, τις προκαταλήψεις και τις αγκυλώσεις μας. Αλήθεια πόσους δισθανείς, εν ζωή ή νεκρούς, γνωρίζει ο καθένας από μας σήμερα;

***

Οι παραπάνω ελάχιστες σκέψεις που αποτόλμησα να διατυπώσω στο χαρτί για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο έχουν ως κύρια αφορμή, όπως προείπα, το αυγουστιάτικο δώρο που μας πρόσφερε ο ίδιος, διαβάζοντας για το “Αναγνωστικό της Γαλιλαίας” τέσσερα ποιήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Νομίζω πως θα ήταν ενδιαφέρον να προσεχθεί η συγκεκριμένη ανάγνωση του ποιητή από όλους όσοι ασχολούνται με την εκφορά της ελληνικής γλώσσας, επαγγελματίες ή μη αδιάφορο. Ηθοποιοί, ερευνητές, ιστορικοί, φιλόλογοι, εάν είναι έστω και στον ελάχιστο βαθμό  δεκτικοί, θα μπορέσουν σίγουρα να νιώσουν μέσω της ανάγνωσης του Παναγιωτόπουλου τί πάει να πει γλώσσα σημαίνουσα, τί σημαίνει τονισμός και παύση, τί σημαίνουν οι λησμονημένες έννοιες του βραχέος και του μακρού φωνήεντος, ακόμα περισσότερο ποια ενδεχομένως να ήταν η προφορά της ελληνικής, τόσο στο απώτατο παρελθόν της όσο και στη διαχρονία της. Θα ήθελα επίσης να προσεχθεί και η άκρα ταπεινότητα με την οποία ο Παναγιωτόπουλος αυτοπροσδιορίζεται αναφορικά με τη συγκεκριμένη ανάγνωση, αποκαλώντας τον εαυτό του απλό αναγνώστη του Σκιαθίτη. Η έννοια φυσικά του αναγνώστη δεν είναι καθόλου αμελητέα, ο επαρκής μάλιστα αναγνώστης, ο κατά μόνας δηλαδή αναγιγνώσκων που προσπαθεί να προσλάβει και να κατανοήσει το όποιο κείμενο, θα αποτελεί πάντα ένα από τα κύρια ζητούμενα στον χώρο της λογοτεχνίας, και τον κάτοχο μιας τέτοιας ιδιότητας δεν τον  συναντά κανείς συχνά, ούτε η ύπαρξή του είναι από μόνη της δεδομένη και αυτονόητη. Μα εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Ο ποιητής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, αυτός ο ισοϋψής του κυρ-Αλέξανδρου, χαρακτηρίζει τον εαυτό του, από ταπεινότητα και μόνο, αγιορειτικώ τω τρόπω, απλό διαβαστάρη του Παπαδιαμάντη, δίχως να αξιώνει από την ανάγνωση που μας χάρισε τίποτε παραπάνω. Θέλει να παραμείνει ο απλός φορέας, το άσημο δοχείο που μεταφέρει προς εμάς τη δωρεά των τεσσάρων αυτών κομψοτεχνημάτων. Ας κρατήσουμε βαθιά μέσα μας τούτη τη στάση ειλικρινούς ταπεινότητας και ήθους. Για το τέλος, επιτρέψτε μου να απευθυνθώ προς τον Νίκο εξ ονόματος όλων και να του πω, χρησιμοποιώντας την ονομαστική και όχι την κλητική του ονόματός του, με τον τρόπο δηλαδή που απευθυνόταν προς έναν άλλο Νίκο, τον Νίκο Καζαντζάκη, η γυναίκα του Ελένη, τα εξής: Νίκος μας, πόσο μεγάλη είναι η τύχη μας που βρεθήκαμε σύγχρονοί σου πάνω στη φλούδα της Γης!

Γιώργος Χαβουτσάς

Αλεποχώρι Μεγάρων, Αύγουστος 2022

Κάντε μία Δωρεά για να στηρίξετε τη ΜΑΦ «ΓΑΛΙΛΑΙΑ»

Εγγραφείτε στο newsletter και λάβετε ενημέρωση για τις νέες ανάρτησεις