Το Αναγνωστικό της Γαλιλαίας
Πληκτρολογήστε και πατήστε enter

Λίγα λόγια για τον ποιητή Νίκο Καρούζο

Ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη.

Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του “Σίμων ο Κυρηναίος” στο περιοδικό “Ο Αιώνας μας”. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η επιστροφή του Χριστού” εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές “Η έλαφος των άστρων”, “Ο υπνόσακκος” και “Πενθήματα”. Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου “Αιώρηση”, γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο.

Πηγή : Εκδόσεις Ίκαρος

 

Ο Νίκος Καρούζος με τα δικά του λόγια

«Εγώ πέρασα όμορφα παιδικά χρόνια. Διαβάζοντας. Ο πατέρας μου ήτανε δάσκαλος, καθώς κι ο παππούς μου απ’ τη μεριά της μητέρας μου, ιερέας και δάσκαλος (είχε γίνει κι αρχιμανδρίτης, ως χήρος που ήτανε, κατείχε άλλωστε για πολλά χρόνια κι ως τον θάνατο του τη θέση του πρωτοσύγκελου στην επισκοπή).

Αυτοί οι δύο άνθρωποι με μάθαιναν απ’ τα τέσσερα κιόλας χρόνια μου γράμματα. Όταν πήγα στα έξι μου χρόνια στο δημοτικό, ήξερα ήδη και τα μαθήματα της τρίτης τάξης. Τέλος πάντων αρκεί, για να μην πολυλογήσουμε, να σημειώσω πως το γυμνάσιο το τέλειωσα με βαθμό δεκαεννέα και κάποια όγδοα (δεν τα θυμάμαι τώρα πόσα…).

Ο παππούς μου είχε μια σχετικά αξιόλογη βιβλιοθήκη με περίπου πεντακόσιους τόμους, κυρίως θεολογική και αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Αυτή τη βιβλιοθήκη την είχα διαβάσει ολάκερη περατώνοντας τις γυμνασιακές μου σπουδές. Από τότε που μπήκα στο γυμνάσιο διάβαζα με τη βοήθεια του παππού μου Ιωάννη Χρυσόστομο, Μεγάλο Βασίλειο κι άλλους Πατέρες (τα Άπαντά τους) και επιπλέον Πλάτωνα και Αριστοτέλη περισσότερο απ’ τους αρχαίους.

Στην έκτη τάξη στο γυμνάσιο γνώριζα με οικιακά μου διαβάσματα τους πιο πολλούς απ’ τους διάλογους του Πλάτωνα και τα σημαντικότερα βιβλία του Αριστοτέλη. Αυτή τη βιβλιοθήκη του παππού μου -παλαιές θαυμάσιες εκδόσεις- την πούλησα στη δεκαετία του 50, όταν πέθανε ο πατέρας μου και βρέθηκα σε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Ουδέποτε, άλλωστε, ενδιαφέρθηκα να σχηματίσω βιβλιοθήκη. Ξεμάκρυνα όμως.

Εν πάση περιπτώσει, αυτά υπήρξαν τα πρώτα μου διαβάσματα. Λόγου χάρη, τα Ομηρικά Έπη και τους τραγικούς εμελέτησα συνολικά στο πρωτότυπο σαν φοιτητής και “τρόφιμος” της Eθνικής Βιβλιοθήκης, με ένα “τείχος” εμπροστά μου λεξικά, μεροκαματιάρης αναγνώστης θα ‘λεγα. Γυρίζω πίσω.

Δεκατεσσάρων ετών, θυμάμαι, είχα αρχίσει να γράφω ένα μυθιστόρημα, που αργότερα το παράτησα, γιατί διαπίστωσα ότι το έγραφα σε δεκαπεντασύλλαβους. Είχα γράψει πάρα πολλές σελίδες και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήταν πεζός λόγος. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν το ’40 με ’41. Θυμάμαι και τον τίτλο: Η γερμανική σκιά. Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται ωραίος τίτλος για τότε. Είχε, βέβαια, σχέση με τον πόλεμο και τη γερμανική επίθεση. Θα είχα γράψει πάνω από εκατό σελίδες, με υπόθεση, πλοκή… όταν, όπως σας είπα, κατάλαβα ότι ολόκληρο ήταν μια σειρά δεκαπεντασυλλάβων. Ε, και το ‘σκισα!”.

«Ένα μεγάλο μέρος της μόρφωσής μου το οφείλω οτη βιβλιοθήκη των εξόριστων, όταν ήμουνα το ’47 στην Ικαρία. Έκανα πέντε μήνες εκεί. Είχαμε κοινόβιο, που διέθετε μεγάλη βιβλιοθήκη, από βιβλία που πρόσφεραν οι ίδιοι οι εξόριστοι στην κοινότητα. Πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη. Εγώ ξημεροβραδιαζόμουν εκεί μέσα και επί πέντε μήνες διάβαζα σε οχτάωρη βάση κάθε μέρα. Ήμουνα τότε 21 χρονών.»

Κάντε μία Δωρεά για να στηρίξετε τη ΜΑΦ «ΓΑΛΙΛΑΙΑ»

Εγγραφείτε στο newsletter και λάβετε ενημέρωση για τις νέες ανάρτησεις